- προσμειδιώ
- προσμειδιῶ, -άω, ΝΜΑ [μειδιῶ]1. χαμογελώ σε κάποιον με συμπάθεια2. είμαι ευμενής απέναντι σε κάποιον, τόν επικοδιμάζω3. (ιδίως για την τύχη) ευνοώ («αὐτοῑς ἡ τύχη προσεμειδίασε», Χορίκ.)αρχ.έχω μειδίαμα στα χείλη, είμαι χαμογελαστός.
Dictionary of Greek. 2013.